μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά … Dictionary of Greek
μετάσταση — η 1. αλλαγή θέσης, μετατόπιση σε άλλο σημείο: Έγιναν πολλές μεταστάσεις βουλευτών σε άλλα κόμματα. 2. (ιατρ.), μετατόπιση ασθένειας από ένα σημείο του οργανισμού σε άλλο: Έγινε μετάσταση του καρκίνου στους πνεύμονες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταστατικός — ή, ό (Α μεταστατικός, ή, όν) [μετάστατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετάσταση νεοελλ. ιατρ. αυτός που οφείλεται στη μετάσταση ή αυτός που προέρχεται από μετάσταση (α. «μεταστατικός όγκος» β. «μεταστατικό απόστημα») αρχ. αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
Hämatogene Metastasierung — Klassifikation nach ICD 10 C77 Sekundäre und nicht näher bezeichnete bösartige Neubildung der Lymphknoten C78 Sekundäre bösartige Neubildung der Atmungs und Verdauungsorgane … Deutsch Wikipedia
Metastase — Klassifikation nach ICD 10 C77 Sekundäre und nicht näher bezeichnete bösartige Neubildung der Lymphknoten C78 Sekundäre bösartige Neubildung der Atmungs und Verdauungsorgane … Deutsch Wikipedia
Metastasen — Klassifikation nach ICD 10 C77 Sekundäre und nicht näher bezeichnete bösartige Neubildung der Lymphknoten C78 Sekundäre bösartige Neubildung der Atmungs und Verdauungsorgane … Deutsch Wikipedia
Metastasierung — Klassifikation nach ICD 10 C77 Sekundäre und nicht näher bezeichnete bösartige Neubildung der Lymphknoten C78 Sekundäre bösartige Neubildung der Atmungs und Verdauungsorgane … Deutsch Wikipedia
αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του … Dictionary of Greek
αντιμετάστασις — ἀντιμετάστασις, η (Α) αμοιβαία μετάσταση, μεταβολή … Dictionary of Greek
απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος … Dictionary of Greek